γητεύω

γητεύω
μετ.
1) заклинить, ворожить, привораживать; заговаривать, заколдовывать; 2) очаровывать, обвораживать; околдовывать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "γητεύω" в других словарях:

  • γητεύω — γητεύω, γήτεψα βλ. πίν. 17 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • γητεύω — 1. γοητεύω, μαγεύω 2. θεραπεύω με γητειές. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως γητεύω < *γογητευω (με αποβολή τής πρώτης συλλαβής γο που παρετυμολογικά εκλήφθηκε ως η προσωπική αντωνυμία [ε]γώ) < γοητεύω, με ανάπτυξη τού ημιφωνικού στοιχείου γ… …   Dictionary of Greek

  • γητεύω — γήτεψα, γητεύτηκα, γητεμένος, κάνω γητειές, μαγεύω: Τον γήτεψε με την ομορφιά της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δρακοδένω — γητεύω κάποιον με μαγικά λόγια …   Dictionary of Greek

  • αγήτευτος — η, ο [γητεύω] 1. αυτός που δεν τόν γήτεψαν, που δεν άσκησαν μαγική επήρεια επάνω του (εξορκισμό, μαγγανείες κ.λπ.) για να θεραπευθεί 2. αυτός που δεν μπορούν να τόν γητέψουν …   Dictionary of Greek

  • αμποδένω — δένω με μάγια, καθιστώ κάποιον ανίκανο, μαγγανεύω, γητεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < εμποδίζω + δένω, με συμφυρμό. ΠΑΡ. αμπόδεμα] …   Dictionary of Greek

  • γητειά — και γητειά και γητιά και γηθειά και γηθιά, η και γήτεμα, το [γητεύω] 1. μαγική επωδή, ξόρκι 2. τα μάγια, τα αντικείμενα που χρησιμοποιούνται για τα ξόρκια 3. θέλγητρο, γοητεία …   Dictionary of Greek

  • γητευτής — ο (θηλ. γητεύτρα και γητεύτρια) (Μ γητευτής) [γητεύω] αυτός που με γητειές θεραπεύει μια αρρώστια ή επιτυγχάνει έναν σκοπό νεοελλ. ο γόης, αυτός που κατακτά τους άλλους με τα θέλγητρα του …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»